- κομμεοτυπία
- η(φωτ.) βλ. κομμιοτυπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομμιοτυπία — Μέθοδος φωτογραφικής εκτύπωσης, που χρησιμοποιεί κομμιοτυπικό χαρτί, δηλαδή χαρτί που είναι διαποτισμένο με αραβικό κόμμι ή ψαρόκολλα, η οποία περιέχει λίγο διχρωμικό κάλλιο και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας. * * * και κομμεοτυπία, η… … Dictionary of Greek